-
1 οὖρος
οὖρος (A), ὁ,A fair wind,ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὸς.. ἴκμενον οὖ. ἵει πλησίστιον Od.11.7
, cf. 15.292, Il.1.479, etc.;νηῦς.., ᾗ λιγὺς οὖ. ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357
;πέμψω δέ τοι οὖ. ὄπισθεν 5.167
; οὖ. ἀπήμονά τε λιαρόν τε ib. 268;πομπαῖος Pi.P.1.34
; πρύμνηθεν οὖ. E.Tr.20;πλευστικός Theoc.13.52
;Διὸς οὖρος Od.5.176
, etc. (rarely of a rough breeze or storm, Il.14.19, A.R.2.900); ἂψ δὲ θεοὶ οὖ. στρέψαν the gods changed the wind again to a fair one, Od.4.520: pl., ib. 360; later, ἀποπέμπειν κατ' οὖρον send down (i. e. with) the wind, speed on its way, Orac. ap. Hdt.4.163: so metaph., ἴτω κατ' οὖρον.. πᾶν τὸ Λαΐου γένος let it be swept before the wind to ruin, A.Th. 690;κατ' οὖρον.. αἴρονται φυγήν Id.Pers. 481
; ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον let them drift with wind and stream, S.Tr. 468;εὔθυνε δαίμονος οὖρον Pi.O.13.28
; οὖ. ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ let a fair wind be with her as she goes from my sight, i.e. let her go as quick as may be, S. Tr. 815; οὖρός [ἐστι] 'tis a fair time, Id.Ph. 855 (lyr.); γένοιτό ( ἐγένετό codd.) (lyr.); οὖ. ἐπέων, ὕμνων, Pi.O. 9.47 (cj. for οἶμον), N.6.29, P.4.3 [pron. full] [ῠ].—Rare in Prose, as X.HG2.3.31, Luc.Tox.7.------------------------------------οὖρος (B), ὁ,A watcher, guardian,οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσι Od.15.89
;Νέστωρ.., οὖ. Αχαιῶν Il.8.80
, 11.840, 15.370, Od.3.411; οὖ. Αἰακιδᾶν, of Achilles, Pi.I.8(7).60;νήσου A.R.4.1643
;βουκολίων Opp.C.1.375
; cf. ἐπίουρος, οὐρεύς. (I.-E. sorwos 'guardian', found also as second element in πυλωρός (πυλαουρός), θυρωρός, φρουρός (fr. προ-ὁρ (ϝ) ος) , οἰχῶρος ([etym.] οἰκουρός), etc., Avest. pasu(š)-haurva- 'cattle-guarding', epith. of a dog: cogn. with ἐρύω (B), q.v.: also with ὄρομαι ([etym.] ἐπί), cf. Avest. haurvaiti and haraiti 'watches'.)------------------------------------------------------------------------A urus, Bos primigenius, AP6.332 (Hadr.). -
2 οὖρος
οὖρος (3) (root ϝορ, ὁράω): guard, watch, warder; often of Nestor, οὖρος Ἀχαιῶν.2: see ὄρος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οὖρος
-
3 Αἴγινα
a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) O. 7.86ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν O. 8.20
Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.3
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον I. 5.43
Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8
Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor.υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
Αἴγινα φίλα μᾶτερ P. 8.98
Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι N. 4.22
Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν ( Ζεύς sc.) Pae. 6.137 -
4 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
5 ξένιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
6 ξείνιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
7 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
8 ποτέ
1 oncea in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγονστρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.b within rel. cl.ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13
( ἔλαφον)ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
( αἶνος)ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13
ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9
( ὥρα)ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104
ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
( Πυθῶνι)ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἔπος)Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“( ὄρνις) τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53 “ ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν” P. 4.107 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
σὺν ᾧ ποτεΤροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
( θεός)ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
( φιάλαισι)ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54
“χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42
]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.c in quasi rel. cl., c. part., simm.τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
d in subord. cl.ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
e modifying adv.ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31
2 evera c. neg.I in princ. cl.ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
II c. inf.οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77
μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
b in subord. indef. cl.I conditionalδιδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266
“εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42II rel.οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76
3 referring to fut., some day “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” P. 4.14ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
4 fragg.καί ποτε[ Pae. 6.73
ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων fr. 72. -
9 τράπεζα
a table, fig., feast (cf. Wil. on Eur., Her. 385.)οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμᾰ τράπεζαν O. 1.17
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο O. 1.50
πλείσται- σι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις (sc. θεούς) O. 3.40οὐκ' ἔμειν ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P. 3.16
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.9
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφᾰ τράπεζαν I. 2.40
]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο Pae. 15.7
ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b manger ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[.. ]. ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν ( τραπεζᾶν Π, sed cf. test., Arist. Byz., fr. 42 N., Πίνδαρος τὰς Διομήδους ἵππους πρόβατα καλεῖ, τὴν φάτνην αὐτῶν λέγων προβάτων τράπεζαν = fr. 316 Schr.) fr. 169. 27. -
10 ἐπείγω
Aἤπειγον Pi.O.8.47
, S.Ph. 499, [dialect] Ep.Ἔπειγον Od.12.205
: [tense] aor.ἤπειξα Hp.Ep. 17
, Plu.Pomp.21, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., Hom. (v. infr.), etc.: [tense] fut. [voice] Med.ἐπείξομαι A.Pr.52
: [tense] aor.ἠπείχθην Th.1.80
, Pl.Lg. 887c: [tense] pf.ἤπειγμαι J.BJ1.8.7
, Aristid.Or.17(15).9, Gal.6.177: the compd. κατ-επείγω is more freq. in [dialect] Att. Prose:—press by weight, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει the weight presses lightly on him, Il.12.452:— [voice] Pass., to be weighed down,ἐπείγετο γὰρ βελέεσσι 5.622
;θάμνοι.. ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ
overpowered,11.157
, cf. 21.362.2 press hard (in pursuit),ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει 6.85
, Od.19.73: c.acc.,δύω κύνε.. κεμάδ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον Il.10.361
:—in a current phrase, .II drive on, urge forward,ἐρετμὰ.. χερσὶν ἔπειγον Od.12.205
; freq. of a fair wind,ἔπειγε γὰρ οὖρος 12.167
;ὁππότ' ἐπείγῃ ἲς ἀνέμου Il.15.382
; (anap.).III generally, urge on, hasten,ἐπείγετε δ' ὦνον Od.15.445
; τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον urged the homeward course, S.Ph. 499;ἐ. τινά Id.OC 1540
:—[voice] Pass., of a ship,ἐπείγετο χέρσ' ἐπετάων Od. 13.115
;Διὸς οὔρῳ 15.297
, cf. E.IT 1393, Th.3.49; of persons, θορύβοις ἠπειγμένος J.l.c.2 [voice] Med., urge on for oneself, ; so τὴν παρασκευήν, τὸν πλοῦν ἐπείγεσθαι, Th.3.2,4.5, al.: abs., ἐπειγομένων ἀνέμων by the force of winds, Il.5.501; ὀπὸς γάλα.. ἐπειγόμενος συνέπηξεν the fig-juice by its power curdles the milk, ib. 902.3 [voice] Pass., hurry oneself, haste to do, c. inf.,μή τις.. ἐπειγέσθω οἶκόνδε νέεσθαι Il.2.354
, cf. Hes.Sc.21, Hdt.8.68. γ, Th.8.46, etc.: abs., make haste,ἐπειγέσθω δὲ καὶ αὐτός Il.6.363
;ὧραι ἐπειγόμεναι Pi.N.4.34
; .ζ; δρόμῳ ἐπείγεσθαι Id.6.112
;νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται A.Ch. 660
; ;ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν ἐ. Ar.Ach. 1070
; , cf. Th.8.82;ἐπείγεσθαι ἐπὶ.. Hdt.4.135
; ἐς πύλας, πρὸς τὴν γέφυραν, E.Ph. 1171, Th.6.101;ἠπείγετο οἴκαδε Pl.Tht. 142c
, etc.: in Hom. mostly in part., like an Adv. with Verbs, ἐπειγομένη ἀφικάνει in eager haste she comes, Il. 6.388;ψυχὴ.. ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.519
;τάμνον ἐπειγόμενοι 23.119
, etc.; so in [dialect] Att.,εἴσω ᾔει ἐπειγόμενος Pl.Prt. 310b
.b [voice] Pass., also, to be eager for a thing, esp. in part.: c. inf., πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε.. δῦναι ἐπειγόμενος eager for its setting, Od.13.30, cf. A. Pr.52: c. gen., ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο longing for the journey, Od.1.309, etc.; ἐ. περ Ἄρηος eager for the fray, Il.19.142;ἐ. περὶ νίκης 23.437
, 496.2 to be pressing, urgent,ἐν ταῖς ἐπειγούσαις χρείαις Ph.Bel.56.47
; τὰ ἐπείγοντα pressing matters, Plu. Sert.3, Aristid.1.119 J., cf. BGU1141.4 (i B.C.), etc.;χρείαν τινὰ ἐπείγειν λέγων App.Mith.79
; τῆς ὥρας -ούσης since time was pressing, Plu.2.108f;τῶν ἀρχαιρεσίων ἐπειγόντων Id.Marc.24
.3 impers., οὐκ ἐπείγει διαριθμεῖν there's no pressing need to count, Longin.43.6: part. abs., the need being urgent,Aristid.
Or.36(48).10. -
11 ἐπόρνυμι
2 rouse and send against, , cf. Od.21.100, E.Cyc.12 : c. inf.,οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Il.7.42
; also of things,τὴν [ὀϊζύν] μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Od.7.271
;οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Il.15.613
;ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od.5.109
; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε sent sleep upon her, Od.22.429, cf. Il.12.252 (tm.);λαίλαπας Cerc.5.9
.II [voice] Pass., [full] ἐπόρνῠμαι, with [tense] pf. ἐπόρωρα, later [ per.] 3sg. ἐπώρορε Pancr.Oxy.1085.15: [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπῶρτο:—rise against, fly upon one, c. dat.,ἦ καὶ ἐπῶρτ' Ἀχιλῆϊ Il.21.324
: abs.,ἐπὶ δ' ὄρνυτο δῖος Ἐπειός 23.689
, cf. 759, Euph.23 : c. acc. cogn.,τόνδ' ἐπόρνυται στόλον A.Supp. 187
; of things, c. inf.,ὦρτο δ' ἐπὶ..οὖρος ἀήμεναι Od.3.176
;ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Nic.Th. 774
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπόρνυμι
См. также в других словарях:
Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… … Dictionary of Greek
Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… … Wikipedia
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek